- συνεαρίζω
- Απερνώ την άνοιξη μαζί με άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐαρίζω «περνώ την άνοιξη» (< ἔαρ [Ι] «άνοιξη»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεαρίζων — συνεαρίζω pass the spring with pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)